τεχνοδομή

τεχνοδομή
η, Ν
το σύνολο τού τεχνικού εξοπλισμού και τών ειδικευμένων τεχνικών μιας οικονομικής μονάδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέχνη + δομή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”